Oι συνεδριάσεις της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής του Φορέα Ελέγχου Διαφήμισης πραγματοποιούνται διαδικτυακά. Στο πλαίσιο αυτό, το νόημα της λέξης «παρευρίσκομαι» στους σχετικούς Κανονισμούς, αφορά σε συμμετοχή στη διαδικτυακή συζήτηση.
α. H Πρωτοβάθμια Επιτροπή είναι εξαμελής. Απαρτίζεται από:
Το Διοικητικό Συμβούλιο του «Φορέα Ελέγχου Διαφήμισης» καταρτίζει κατάλογο μελών της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής, αφού λάβει σχετικές προτάσεις από συλλογικούς φορείς του χώρου της επικοινωνίας και τυχόν άλλους ενδιαφερόμενους φορείς ή/και άτομα. Τα μέλη καλούνται από τον Διευθυντή του ΦΕΔ ανάλογα με τη διαθεσιμότητά τους και τις ανάγκες έγκυρης σύνθεσης κάθε Πρωτοβάθμιας Επιτροπής. Η θητεία των μελών είναι διετής με δυνατότητα ανανέωσης.
β. Για την έγκυρη σύνθεση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής πρέπει να ισχύουν τα ακόλουθα:
γ. Η Προεδρία της Επιτροπής εναλλάσσεται σε ετήσια βάση μεταξύ των μελών που εκπροσωπούν τον Σύνδεσμο Διαφημιζομένων Κύπρου (ΣΔΚ) και τον Σύνδεσμο Διαφήμισης - Επικοινωνίας Κύπρου (ΣΔΕΚ).
δ. Η Πρωτοβάθμια επιτροπή επιλαμβάνεται και κρίνει, με βάση τον Κυπριακό Κώδικα Δεοντολογίας Επικοινωνίας:
ε. Οι αποφάσεις της Επιτροπής λαμβάνονται κατά πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Πρόεδρου.
στ. Την ύλη εργασίας της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής (αιτήσεις ελέγχου ή προελέγχου και γνωμοδότησης) καθορίζει ο Διευθυντής του ΦΕΔ. O Διευθυντής συμμετέχει στις εργασίες της επιτροπής, υποβάλλοντας διευκρινιστικές ερωτήσεις στους συμμετέχοντες και παρέχοντας συμβουλευτικές υπηρεσίες στην Επιτροπή. Δεν έχει όμως δικαίωμα ψήφου όσον αφορά στην απόφαση της τελευταίας.
α. Η ιδιότητα του μέλους της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής είναι ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα εκπροσώπου ενός των εμπλεκόμενων ή με την ιδιότητα συνδεομένου συγγενικά (έως και Β’ Βαθμού) ή επαγγελματικά με έναν των εμπλεκόμενων, κατά την κρίση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής. Διευκρινίζεται ότι η επαγγελματική/πελατειακή σχέση μεταξύ διαφημιζόμενων επιχειρήσεων και ΜΜΕ δεν συνιστά ασυμβίβαστο.
β. Μετά από γραπτή, επώνυμη αίτηση του αιτούντος τον έλεγχο ή του ελεγχόμενου μπορεί να ζητηθεί η εξαίρεση μέλους της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής, για οποιονδήποτε από τους ως άνω (α) λόγους.
γ. Τεκμηριωμένη αίτηση εξαίρεσης μέλους της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής υποβάλλεται εντός της επόμενης μέρας από την κοινοποίηση της σύνθεσής της. Η Επιτροπή αποφασίζει κατά πλειοψηφία διά περιφοράς και η περί εξαίρεσης απόφασή της κοινοποιείται προς τους εμπλεκόμενους, μαζί με την τυχόν νέα σύνθεσή της και με τον προσδιορισμό τυχόν νέας ημερομηνίας συνεδρίασης, αυθημερόν ή εντός της επόμενης μέρας από την υποβολή της αίτησης εξαίρεσης.
δ. Κατ’ εξαίρεση και χωρίς να επηρεάζεται η έγκυρη σύνθεση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής σύμφωνα με τον Κανονισμό 1(β), σε περιπτώσεις όπου η ιδιότητα μέλους της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής, το οποίο εκπροσωπεί μια εκ των τριών κατηγοριών του χώρου της επικοινωνίας, είναι ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα εκπροσώπου ενός εκ των εμπλεκομένων κατά την κρίση του Διευθυντή του ΦΕΔ, δύναται το μέλος αυτό να εξαιρεθεί από την Πρωτοβάθμια Επιτροπή υπό την προϋπόθεση ότι παρευρίσκονται τουλάχιστον τέσσερα (4) μέλη.
ε. Μέλος της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής δεν μπορεί να αποτελεί και μέλος της Δευτεροβάθμιας.
α. Ο έλεγχος της υπό κρίση επικοινωνίας γίνεται κατόπιν γραπτής, επώνυμης αίτησης ελέγχου.
β. Δικαίωμα αίτησης ελέγχου έχει κάθε πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον, όπως μεμονωμένα φυσικά πρόσωπα (καταναλωτές), εταιρείες παραγωγής ή/και διανομής αγαθών και υπηρεσιών, άλλες εμπορικές επιχειρήσεις, εταιρείες παροχής υπηρεσιών εμπορικής επικοινωνίας, συλλογικοί ή κρατικοί φορείς, ομάδες, οργανισμοί κ.λπ.
Αίτηση ελέγχου δεν γίνεται δεκτή για υπόθεση, η οποία εκκρεμεί στα δικαστήρια της κυπριακής δημοκρατίας ή βρίσκεται σε διαδικασία διαιτησίας και αποτελεί υποχρέωση των εμπλεκόμενων να προβούν σε σχετική δήλωση στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή.
γ. Ως καταναλωτής θεωρείται το μεμονωμένο φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Σε περίπτωση παραπόνου από καταναλωτή, τα στοιχεία του καταναλωτή παραμένουν εμπιστευτικά εκτός αν ο ίδιος συναινέσει στη γνωστοποίησή τους στον διαφημιζόμενο. Σε κάποιες περιπτώσεις, κατά την κρίση του Διευθυντή του ΦΕΔ, μπορεί να ζητηθεί από τον υποβάλλοντα το παράπονο να βεβαιώσει γραπτώς ότι δεν έχει εμπορικό ή άλλο συμφέρον για την υποβολή του παραπόνου. Διευκρινίζεται ότι τυχόν επαγγελματική/πελατειακή σχέση μεταξύ του υποβάλλοντος το παράπονο και επιχείρησης ανταγωνιστικής προς τον διαφημιζόμενο, συνιστά εμπορικό συμφέρον.
δ. Σε περίπτωση παραπόνου από επιχειρήσεις, συλλογικούς ή κρατικούς φορείς, ομάδες ή άλλους οργανισμούς, ο διαφημιζόμενος ενημερώνεται για την επιχείρηση/φορέα/οργανισμό που υπέβαλε το παράπονο.
ε. Η αίτηση ελέγχου διατυπώνεται γραπτώς από καταναλωτή, ή εκπρόσωπο της επιχείρησης/φορέα/οργανισμού που υπέβαλε το παράπονο ή άλλο ειδικά εξουσιοδοτημένο άτομο.
Η αίτηση ελέγχου πρέπει:
Κατ’ εξαίρεση γίνονται δεκτές αιτήσεις ελέγχου από μεμονωμένα φυσικά πρόσωπα (καταναλωτές), έστω και αν δεν περιέχουν τα ως άνω υπ΄αριθμό 4, 5 και 6 στοιχεία.
Αίτηση ελέγχου, η οποία δεν περιέχει τα πιο πάνω υποχρεωτικά αναφερόμενα στοιχεία ή για την οποία δεν έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο τέλος εξέτασης, δεν παραπέμπεται για εξέταση από την Πρωτοβάθμια Επιτροπή και ενημερώνεται ο αιτών τον έλεγχο για τη συμπλήρωση τυχόν ελλείψεων.
στ. Όταν μια αίτηση ελέγχου κατατίθεται από νομικό πρόσωπο, το τελευταίο καταβάλλει το προβλεπόμενο τέλος εξέτασης. Τα μέλη του ΦΕΔ καθώς και οι εταιρείες μέλη των φορέων «Σύνδεσμος Διαφημιζομένων Κύπρου» και «Σύνδεσμος Διαφήμισης - Επικοινωνίας Κύπρου» δικαιούνται συγκεκριμένο αριθμό δωρεάν παραπόνων κάθε χρόνο με την ετήσια συνδρομή τους στον ΦΕΔ.
Τα τέλη εξέτασης διαμορφώνονται ως εξής:
Αιτών τον έλεγχο |
Τέλος Εξέτασης |
Εταιρία μέλος ΦΕΔ / ΣΔΚ / ΣΔΕΚ | € 200 |
Εταιρία μη μέλος ΦΕΔ / ΣΔΚ / ΣΔΕΚ | € 600 |
Επείγουσα Διαδικασία – μέλος ΦΕΔ / ΣΔΚ / ΣΔΕΚ | € 400 |
Επείγουσα Διαδικασία – μη μέλος ΦΕΔ / ΣΔΚ / ΣΔΕΚ | € 1.200 |
Σε περίπτωση που περισσότερα από ένα νομικά πρόσωπα υποβάλουν αίτηση ελέγχου για την ίδια επικοινωνία, το τέλος εξέτασης καταβάλλεται από κάθε ένα νομικό πρόσωπο.
Δεν υποχρεούνται στην καταβολή τέλους εξέτασης οι μεμονωμένοι καταναλωτές και οι συλλογικοί φορείς καταναλωτών.
Τα τέλη εξέτασης των αιτήσεων ελέγχου και προελέγχου στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή, ορίζονται για κάθε οικονομικό έτος, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΦΕΔ.
ζ. Οι αιτήσεις ελέγχου υποβάλλονται μέσω διαδικτύου στον ΦΕΔ, στο site του οποίου υπάρχει σχετική φόρμα υποβολής. Εναλλακτικά ταχυδρομούνται «επί συστάσει» ή με ειδικό ταχυδρομείο (courier). Την ευθύνη για την απόδειξη της παραλαβής της αίτησης ελέγχου φέρει ο αιτών τον έλεγχο.
η. Ο Διευθυντής του ΦΕΔ έχει τη δυνατότητα να αποφασίζει την ταυτόχρονη συνεξέταση περισσότερων αιτήσεων ελέγχου που έχουν ταυτόσημο αντικείμενο.
θ. Ο Διευθυντής του ΦΕΔ έχει τη δυνατότητα - εφ’ όσον κρίνει σκόπιμο - να ζητήσει συμπληρωματικά στοιχεία από τις δύο πλευρές αλλά και από τρίτους πριν από την εξέταση της υπόθεσης.
α. Η Επιτροπή εξετάζει τις αιτήσεις ελέγχου κατόπιν πρόσκλησης από τον Διευθυντή του ΦΕΔ.
β. Κατά τα διαστήματα:
εξέταση αιτήσεων ελέγχου από την Πρωτοβάθμια Επιτροπή πραγματοποιείται εάν κατά την κρίση του Διευθυντή του ΦΕΔ ή/και τουλάχιστον δύο μελών του Διοικητικού του Συμβουλίου που δεν επηρεάζονται από τυχόν ασυμβίβαστο, το θέμα χρήζει άμεσης αντιμετώπισης.
γ. Εάν ο ελεγχόμενος με τη λήψη της αιτήσεως ελέγχου δηλώσει ότι αναστέλλει την υπό έλεγχο επικοινωνία, η εξέτασή της από την Επιτροπή μπορεί να αναβληθεί και να ορισθεί εκ νέου σε συνεννόηση με τους εμπλεκόμενους. Η δήλωση αναστολής δεσμεύει τον ελεγχόμενο να μην προβεί σε προβολή της υπό κρίση επικοινωνίας σε κανένα μέσο προτού αυτή εξετασθεί από την Πρωτοβάθμια Επιτροπή και αποτελεί υποχρέωσή του να ενημερώσει σχετικώς τον Διευθυντή του ΦΕΔ, ώστε να προγραμματισθεί εγκαίρως η εξέταση της αίτησης από την Επιτροπή.
δ. Ο Διευθυντής του ΦΕΔ αποφασίζει αν θα προχωρήσει σε διακοπή της διαδικασίας σε περίπτωση:
i. γραπτής ανάκλησης της αίτησης ελέγχου από τον αιτούντα τον έλεγχο, ή
ii. γραπτής δήλωσης εκ μέρους του ελεγχόμενου, περί εκούσιας, άμεσης, οριστικής και χωρίς όρους διακοπής της υπό κρίση επικοινωνίας.
Σε κάθε περίπτωση, το τέλος εξέτασης παραμένει για τους σκοπούς του ΦΕΔ.
ε. Επισημαίνεται ότι εάν τίθεται υπό αμφισβήτηση συγκεκριμένος ισχυρισμός της επικοινωνίας, η δήλωση αναστολής ή διακοπής θα πρέπει να αφορά ειδικά και συγκεκριμένα στον ισχυρισμό αυτό, σε όλα τα μέσα που αυτός εμφανίζεται.
στ. Εξέταση της αίτησης ελέγχου με επείγουσα διαδικασία -την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την κοινοποίηση της αίτησης ελέγχου στον ελεγχόμενο- ορίζεται όταν:
α. Το πρόσωπο -νομικό ή φυσικό- το οποίο έχει υποβάλει την αίτηση ελέγχου οφείλει με την υποβολή της αίτησης να ενημερώσει εάν θα παραστεί ή όχι στη συνεδρίαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής.
β. Σε περίπτωση που η αίτηση ελέγχου έχει υποβληθεί από πρόσωπο -νομικό ή φυσικό- το οποίο θα παραστεί σε συνεδρίαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής:
γ. Σε περίπτωση που η αίτηση ελέγχου έχει υποβληθεί από πρόσωπο -νομικό ή φυσικό- το οποίο δεν θα παραστεί σε συνεδρίαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής:
δ. Σε περίπτωση αιτήματος για αναβολή της συνεδρίασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής:
ε. Δικαίωμα παράστασης κατά τη διάρκεια της συζήτησης ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής έχει ο αιτών τον έλεγχο και ο ελεγχόμενος, εκπροσωπούμενοι ο καθένας από τέσσερα (4) το πολύ πρόσωπα, στα οποία περιλαμβάνονται τυχόν σύμβουλοι. Ο διορισμός των εκπροσώπων γίνεται με γραπτή δήλωση προς τον ΦΕΔ. Η Διεύθυνση του ΦΕΔ κοινοποιεί τις δηλώσεις αυτές στους εμπλεκόμενους.
Στην περίπτωση που αιτών τον έλεγχο είναι ο Διευθυντής του ΦΕΔ, στο πλαίσιο της άσκησης αυτεπάγγελτου ελέγχου, αυτός παρίσταται αυτοπροσώπως, χωρίς εκπροσώπους.
στ. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης της αίτησης ελέγχου, οι εκπρόσωποι των εμπλεκόμενων μερών – εάν παρίστανται – εκθέτουν τις απόψεις και τα επιχειρήματά τους, καταθέτουν τα σχετικά με την υπόθεση στοιχεία και απαντούν σε ερωτήσεις των μελών της Επιτροπής.
Όλα τα απαραίτητα για την τεκμηρίωση της θέσης στοιχεία παρουσιάζονται κατά την πρωτολογία κάθε μέρους, ενώ κατά τη δευτερολογία παρατίθενται στοιχεία μόνο προς απάντηση των επιχειρημάτων/ερωτήσεων που έχουν ήδη τεθεί.
Για την ανάπτυξη των ισχυρισμών του, το κάθε μέρος έχει στη διάθεσή του για την πρωτολογία είκοσι (20) λεπτά και για τη δευτερολογία δέκα (10) λεπτά. Μικρή υπέρβαση των παραπάνω χρονικών περιορισμών είναι στην κρίση της Επιτροπής.
Μετά τη λήξη της συζήτησης της κρινόμενης υπόθεσης, τα εμπλεκόμενα μέρη αποχωρούν πριν από τη λήψη απόφασης.
ζ. Τα μέλη της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής καταθέτουν τις απόψεις τους και αποφασίζουν με φανερή ψηφοφορία κατά πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.
η. Η Πρωτοβάθμια Επιτροπή έχει τη δυνατότητα εφ’ όσον κατά την εξέταση της υπόθεσης προκύψει παράβαση και άλλων άρθρων – εκτός από αυτά που επικαλείται ο αιτών τον έλεγχο – και κυρίως βλαπτικών των συμφερόντων του καταναλωτή, να τα συμπεριλάβει στη θεμελίωση της απόφασής της.
θ. Οι αποφάσεις της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής καταγράφονται και κοινοποιούνται εντός δύο εργάσιμων (2) ημερών από την εξέταση της αίτησης ελέγχου στα εμπλεκόμενα μέρη. Παράλληλα καταχωρούνται στο ηλεκτρονικό αρχείο του ΦΕΔ, το οποίο είναι ελεύθερα προσβάσιμο μέσω του διαδικτύου σε κάθε ενδιαφερόμενο. Οι αποφάσεις πρέπει να είναι τεκμηριωμένες και να απαντούν σε όλα τα θέματα τα οποία θέτει η αίτηση ελέγχου, με αναφορά και αιτιολογημένη σύνδεση αυτών με συγκεκριμένα άρθρα και διατάξεις του Κώδικα επικοινωνίας.
ι. Σε περίπτωση που η Πρωτοβάθμια Επιτροπή στην απόφασή της ζητήσει την τροποποίηση της επικοινωνίας, θα μπορεί να ορίζει στην ίδια απόφαση ότι η νέα εκδοχή της επικοινωνίας με τις σχετικές τροποποιήσεις θα υποβληθεί πριν από τη δημοσίευση/μετάδοσή της στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή, ώστε η τελευταία να κρίνει εάν το εμπλεκόμενο μέρος έχει συμμορφωθεί. Η απόφαση περί συμμόρφωσης ή μη θα λαμβάνεται δια περιφοράς και εντός συγκεκριμένου χρονικού πλαισίου που θα προκαθορίζει η Πρωτοβάθμια Επιτροπή στην αρχική περί τροποποίησης απόφασή της.
Σε περίπτωση που η επικοινωνία δεν έχει τροποποιηθεί με βάση την απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής, η τελευταία μπορεί να θέσει σε εφαρμογή τις διατάξεις του άρθρου 8 περί Κυρώσεων.
Η αποδοχή της τροποποιηθείσας επικοινωνίας από την Πρωτοβάθμια Επιτροπή δεν είναι δεσμευτική όσον αφορά στην πιθανή κατάθεση νέας αίτησης ελέγχου από τον αιτούντα τον έλεγχο.
Σε περίπτωση που η τροποποιηθείσα επικοινωνία αμφισβητείται εκ νέου ισχύουν τα εξής:
κ. Σε περίπτωση που αμφισβητείται αν μια επικοινωνία αποτελεί τροποποίηση υπάρχουσας ή νέα επικοινωνία, αποφασίζει σχετικά η Πρωτοβάθμια Επιτροπή (κατά πλειοψηφία) που είχε κρίνει τη φερόμενη ως αρχική επικοινωνία.
α. Σε περίπτωση που η κρινόμενη επικοινωνία βασίζεται σε ειδικά τεχνολογικά – επιστημονικά κ.λπ. χαρακτηριστικά του προϊόντος και επειδή η Επιτροπή δεν έχει σχετικά τεχνικά μέσα έρευνας και ελέγχου, το κάθε μέρος –όταν πρόκειται για ανταγωνιστικές επιχειρήσεις- φέρει το βάρος της απόδειξης της αλήθειας των ισχυρισμών του, συγκεκριμένα:
β. Αν δεν είναι δυνατός ο σχηματισμός ασφαλούς γνώμης των μελών της Επιτροπής, από τα στοιχεία που προσκόμισαν τα εμπλεκόμενα μέρη, η Πρωτοβάθμια Επιτροπή μπορεί να ζητήσει πρόσθετα στοιχεία από τα εμπλεκόμενα μέρη ή/και από ειδικευμένο τρίτο και ανεξάρτητο φορέα ή οργανισμό ή μεμονωμένους εμπειρογνώμονες. Η δαπάνη και η ευθύνη για την προσκόμιση των στοιχείων αυτών βαρύνει το/τα εμπλεκόμενα μέρη, σύμφωνα με σχετική απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής.
γ. Στην περίπτωση της παραγράφου (β) η Πρωτοβάθμια Επιτροπή –συνεκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις– αποφασίζει ταυτόχρονα και για τη διακοπή ή συνέχιση της υπό κρίση επικοινωνίας, έως την προσκόμιση των στοιχείων που ζητήθηκαν. Αν δεν προσκομιστούν τα ζητηθέντα στοιχεία, έως τη λήξη της προθεσμίας που δόθηκε, η Πρωτοβάθμια Επιτροπή αποφασίζει περί της κρινόμενης επικοινωνίας με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία.
δ. Στην περίπτωση της παραγράφου (β) δικαίωμα προσφυγής στη Δευτεροβάθμια Επιτροπή μπορεί να ασκηθεί μετά την οριστική απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής, οπότε και αρχίζει ο υπολογισμός της προβλεπόμενης προθεσμίας.
ε. Κατά κανόνα, στοιχεία τα οποία προσκομίζονται στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή περιέρχονται στη γνώση των εμπλεκομένων μερών και δεν υφίσταται θέμα απορρήτου επί αυτών. Κατόπιν αιτήματος του υποβάλλοντος να μην γνωστοποιηθούν τα στοιχεία στα λοιπά εμπλεκόμενα μέρη, η Πρωτοβάθμια Επιτροπή μπορεί κατ' εξαίρεση να αποφασίσει τη μη γνωστοποίησή τους στις εμπλεκόμενες πλευρές.
στ. Διαχείριση Κρίσης: Σε περίπτωση που υποβληθούν και εξεταστούν σε διάστημα εξήντα (60) ημερολογιακών ημερών, τουλάχιστον πέντε (5) αιτήσεις ελέγχου, για διαφορετικές επικοινωνίες που όμως αφορούν στον ίδιο κλάδο της αγοράς, τότε το Διοικητικό Συμβούλιο του ΦΕΔ μπορεί να αποφασίσει την εξέταση των περαιτέρω αιτήσεων ελέγχου με επείγουσα διαδικασία και την εντός 24 ωρών έκδοση απόφασης, άμεσα εκτελεστής από την κοινοποίησή της. Αναβολή δίνεται μόνο σε περίπτωση διακοπής της υπό έλεγχο επικοινωνίας μέχρι να εκδοθεί σχετική απόφαση της Επιτροπής.
ζ. Δημοσιότητα: Σε περίπτωση που ο αιτών τον έλεγχο ή ο ελεγχόμενος επιθυμούν να προβούν σε οποιαδήποτε δημοσιότητα σχετικά με απόφαση της Επιτροπής που τους αφορά, υποβάλλουν για έγκριση στον Φορέα τα σχετικά υλικά πριν προβούν σε οποιαδήποτε δημοσιότητα. Η έγκριση δίνεται από το Διευθυντή του ΦΕΔ, από κοινού με δύο μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου που δεν επηρεάζονται από τυχόν ασυμβίβαστο.
α. Οι αποφάσεις της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία κοινοποίησής τους. Η τυχόν άσκηση αίτησης επανελέγχου από τη Δευτεροβάθμια Επιτροπή εξ ενός των εμπλεκόμενων μερών ή του Διευθυντή του ΦΕΔ, δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.
β. Η αμεσότητα της εφαρμογής της απόφασης για απόσυρση/διακοπή ή για τροποποίηση της διαφημιστικής επικοινωνίας προσδιορίζεται από την Πρωτοβάθμια Επιτροπή κατά Μέσο δημοσίευσης της συγκεκριμένης επικοινωνίας και ανάλογα με τα αντικειμενικώς αποδεκτά συντομότερα δυνατά χρονικά περιθώρια, του αντίστοιχου Μέσου.
γ. Η μέγιστη χρονική περίοδος χάριτος ανά μέσο ορίζεται ως εξής:
δ. Επισημαίνεται ότι οι αποφάσεις ισχύουν και πρέπει να εφαρμόζονται σε κάθε μέσο στο οποίο εμφανίζεται η υπό κρίση επικοινωνία/ισχυρισμός, ακόμα και εάν δεν αναφέρονται όλα τα μέσα στην αίτηση ελέγχου.
ε. Σε όλες τις περιπτώσεις, η Πρωτοβάθμια Επιτροπή μπορεί να απαιτήσει την εντός μιας (1) ημέρας απόσυρση οποιασδήποτε και κάθε μορφής επικοινωνίας, αν κρίνει ότι η επικοινωνία είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για την υγεία ή την ασφάλεια των καταναλωτών, ή παραβιάζει βάναυσα τον Κώδικα Δεοντολογίας ή προκαλεί έντονα το δημόσιο αίσθημα.
στ. Η εντός μιας (1) ημέρας απόσυρση οποιασδήποτε και κάθε μορφής επικοινωνίας μπορεί επίσης να απαιτηθεί από τον Διευθυντή του ΦΕΔ και τουλάχιστον δύο μέλη του Διοικητικού του Συμβουλίου που δεν επηρεάζονται από τυχόν ασυμβίβαστο, αν κρίνουν ότι η εν λόγω εμπορική επωνυμία παραβιάζει επανειλημμένα ή/και έντονα τον Κώδικα Δεοντολογίας.
α. Σε περίπτωση μη εφαρμογής της απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Ελέγχου Επικοινωνίας ή σε περίπτωση που ακολουθείται παρελκυστική τακτική από τους εντελλόμενους σε διόρθωση ή παύση της εμπορικής επικοινωνίας, ο ΦΕΔ ενημερώνει τα ΜΜΕ ζητώντας την άμεση διακοπή της διαφήμισης και προχωρεί σε ειδική αναφορά στο site του ΦΕΔ.
β. Παράλληλα ο ΦΕΔ προχωρεί σε ενημέρωση ενδιαφερόμενων κρατικών φορέων όπως π.χ. την Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή στο Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, το Υπουργείο Εσωτερικών, το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, καθώς και όσων άλλων φορέων κριθεί σκόπιμο.
γ. Επιπρόσθετα ο ΦΕΔ μπορεί να ζητήσει τη δημοσίευση και προβολή της απόφασης και της μη συμμόρφωσης από τα ΜΜΕ ή/και να διασφαλίσει προβολή της από μηχανές αναζήτησης.
α. Για τον υπολογισμό των προθεσμιών λαμβάνονται υπόψη εργάσιμες ημέρες εκτός αν υπάρχει ρητή αναφορά σε ημερολογιακές ημέρες.
Ως ημέρα έναρξης για τον υπολογισμό των προθεσμιών θεωρείται η επόμενη από το εναρκτήριο γεγονός.
β. Αίτηση επανελέγχου στη Δευτεροβάθμια Επιτροπή γίνεται γραπτώς με αναφορά στην αρχική προσφυγή και τη σχετική απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής, εντός 15 εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης προς τους εμπλεκόμενους.
γ. Τα εμπλεκόμενα μέρη δικαιούνται να προσκομίσουν απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής ενώπιον των Δικαστηρίων, ως «Γνωμοδότηση εμπειρογνωμόνων» και μόνον.
δ. Η απόφαση που εκδίδεται ερήμην της ελεγχόμενης εταιρείας μπορεί να προσβληθεί με αίτηση παραμερισμού στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή που εξέδωσε την απόφαση.
Επίσης, υπάρχει η δυνατότητα άσκησης προσφυγής στη Δευτεροβάθμια Επιτροπή.
Η αίτηση παραμερισμού πρέπει να ασκηθεί εντός προθεσμίας τριών (3) εργάσιμων ημερών, η οποία αρχίζει να προσμετράται από την επόμενη της κοινοποίησης της απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής. Μαζί με την αίτηση, η ελεγχόμενη εταιρεία ενημερώνει αναφορικά με τον τρόπο που επιθυμεί να διεξαχθεί η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ελέγχου -κατ’ αναλογία με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 5 ανωτέρω-, σε περίπτωση επιτυχίας της αίτησης.
Η αίτηση παραμερισμού επιτυγχάνει εάν και εφόσον η ελεγχόμενη εταιρεία αποδείξει, προσκομίζοντας τα αντίστοιχα αποδεικτικά μέσα μαζί με την υποβολή της αίτησης, ότι:
Η διαδικασία εξέτασης της αίτησης παραμερισμού ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής περατώνεται εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την καταχώρισή της και η ελεγχόμενη εταιρεία ενημερώνεται γραπτώς για την έκβαση της αίτησης.
Η προθεσμία για υποβολή αίτησης παραμερισμού της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην της ελεγχόμενης εταιρείας δεν αναστέλλει την προθεσμία υποβολής προσφυγής στη Δευτεροβάθμια Επιτροπή.
Εάν η προθεσμία για την υποβολή αίτησης παραμερισμού παρέλθει άπρακτη, τεκμαίρεται ότι η ελεγχόμενη εταιρεία αποδέχτηκε την εξέταση της αίτησης ελέγχου από την Πρωτοβάθμια Επιτροπή.
Σε περίπτωση επιτυχίας της αίτησης παραμερισμού, η απόφαση που εκδόθηκε ερήμην παραμερίζεται και η διαδικασία διεξάγεται εκ νέου κατ’ αναλογία με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 5 ανωτέρω. Τυχόν προσφυγή που είχε υποβληθεί ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής κατά της απόφασης που είχε εκδοθεί ερήμην, καθίσταται άνευ αντικειμένου μετά τον παραμερισμό της αποφάσεως και η μόνη πλέον απόφαση που υπόκειται σε προσφυγή είναι η νέα απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής.
ε. Τα εμπλεκόμενα μέρη, με βάση τις αρχές της αυτοδέσμευσης, παραιτούνται, με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποδοχή της εξέτασης της αίτησης ελέγχου από την Πρωτοβάθμια Επιτροπή, αυτομάτως, οριστικώς και αμετακλήτως από τυχόν προσφυγή τους, για οποιονδήποτε λόγο στη δικαιοσύνη εναντίον του ΦΕΔ ή/και του Διευθυντή του, της Διοίκησης του ΦΕΔ, των μελών του ΦΕΔ, των Μελών των Επιτροπών Ελέγχου Επικοινωνίας, με αίτημα την αποκατάσταση ηθικής ή υλικής ζημιάς, που υπέστησαν από τις αποφάσεις του ΦΕΔ, των ως άνω Επιτροπών ή του Διευθυντή του ΦΕΔ.